μαργαρίτην

μαργαρίτην
μαργαρί̱την , μαργαρίτης
pearl
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • бисьръ — БИСЬР|Ъ (56), А с. Жемчужина, жемчуг; изделие из жемчуга, украшение: дражьша бо бисьр соуть ст҃а˫а словеса. Изб 1076, 15; блоудьница... мимо идѩше... оукрашена камениѥмь драгымь. и бисъромь и златомь. ПрЛ XIII, 44б; толика твоѥ˫а [Христа] мл(с)ти …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”